Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μαζί μας

  • 1 мы

    мы (нас, нам, нами, о нас) εμείς· мы готовы είμαστε έτοιμοι* нас не было дома δεν είμαστε σπίτι; у, нас есть... έχουμε....* у нас нет... δεν έχουμε...' не забывайте нас μη μας ξεχνάτε' дайте нам два билета δώστε μας δυο εισιτήρια' где нам выходить? ( από) πού πρέπει να βγούμε; приходите к нам ελάτε σ' εμάς' пойдёмте с нами ελάτε μαζί μας' вы довольны нами? Είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας); это принадлежит нам αυτό μας ανήκει* он вам расскажет о нас θα σας μιλήσει για μας
    * * *
    (нас, нам, нами, о нас)

    мы гото́вы — είμαστε έτοιμοι

    нас не́ было до́ма — δεν είμαστε σπίτι

    у нас есть… — έχουμε…

    у нас нет… — δεν έχουμε…

    не забыва́йте нас — μη μας ξεχνάτε

    да́йте нам два биле́та — δώστε μας δυο εισιτήρια

    где нам выходи́ть? — (από) πού πρέπει να βγούμε

    приходи́те к нам — ελάτε σ'εμάς

    пойдёмте с на́ми — ελάτε μαζί μας

    вы дово́льны на́ми? — είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας)

    э́то принадлежи́т нам — αυτό μας ανήκει

    он вам расска́жет о нас — θα σας μιλήσει για μας

    Русско-греческий словарь > мы

  • 2 с

    с (со ) 1) (при указании на содержимое) με; суп с рисом η σούπα με ρύζι; кофе с молоком о καφές με γάλα 2) в знач. союза "и" μαζί вы с нами пойдёте? θα ρθείτε μαζί μας, 3) (при указании срока, времени) από; с завтрашнего дня από αύριο; с месяц (тому назад ) εδώ και (или περίπου) ένα μήνα ◇ убрать со стола ξεστρώνω (или σηκώνω) το τραπέζι; с разрешения... με την άδεια...
    * * *
    = со

    суп с ри́сом — η σούπα με ρύζι

    ко́фе с молоко́м — ο καφές με γάλα

    2) в знач. союза и μαζί

    вы с ни́ми пойдёте? — θα ρθείτε μαζί μας

    3) (при указании срока, времени) από

    с за́втрашнего дня — από αύριο

    с ме́сяц (тому́ наза́д) — εδώ και ( или περίπου) ένα μήνα

    ••

    убра́ть со стола́ — ξεστρώνω ( или σηκώνω) το τραπέζι

    с разреше́ния... — με την άδεια…

    Русско-греческий словарь > с

  • 3 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 4 присаживать

    ρ, δ.
    βλ. присадить.
    1. φυτεύομαι συμπληρωματικά κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. κάθομαι.
    εκφρ.
    -айтесь! – καθήστε! καθήστε κοντά μας! ή μαζί μας!

    Большой русско-греческий словарь > присаживать

  • 5 крестный

    επ.
    του σταυρού•

    -ое знамение, το σημείο του σταυρού•

    -ое целование το φίλημα του σταυρού (σαν όρκος)•

    крестный ход θρησκευτική πομπή (με σταυρούς και σημαίες εικόνες), λιτανεία•

    с ними -ая сила παλ. ο Θεός μαζί μας (για φόβο)• μέγας είσαι Κύριε! μέγα τ όνομα σου Κύριε!

    Большой русско-греческий словарь > крестный

  • 6 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 7 вы

    вы (вас, вам, вами, о вас ) εσείς вы готовы? είστε έτοι μοι; вы там будете? θα είστε εκεί; это сделали мы, а не вы το κάναμε εμείς, όχι σεις* у вас есть (нет ) έχετε (δεν έχετε) для вас για σας' это вам? είναι για σας; это при надлежит вам αυτό σας ανή κει я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω он вами доволен είναι ευχαριστημένος μαζί σας; он нам расскажет о вас θα μας μιλήσει για σας
    * * *
    (вас, вам, вами, о вас)

    вы гото́вы? — είστε έτοιμοι

    вы там бу́дете? — θα είστε εκεί

    э́то сде́лали мы, а не вы — το κάναμε εμείς, όχι σεις

    э́то вам? — είναι για σας

    э́то принадлежи́т вам — αυτό σας ανήκει

    он ва́ми доволе́н — είναι ευχαριστημένος μαζί σας

    он нам расска́жет — о вас θα μας μιλήσει για σας

    Русско-греческий словарь > вы

  • 8 мы

    мы
    (нас, нам, нами) мест. личн. ἐμείς, ήμεϊς:
    мы с вами поедем вместе μαζί θά πᾶμε· у нас есть... Εχουμε..:
    в это время нас не бывает дома τήν ῶρα αὐτή δέν είμαστε σπίτι· нас это не устраивает αὐτό δέν μας συμφέρει (или δέν μας βολεύει)· приходите к нам ἐλᾶτε σέ μᾶς· работа сделана нами αὐτή τή δουλειά τήν ἐκάναμε ἐμεϊς· он говорит о нас μιλάει γιά μας.

    Русско-новогреческий словарь > мы

  • 9 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 10 вдвоем

    επίρ.
    οι δυο μαζί, οι δυο μας•

    мы всю работу сделали вдвоем όλη τη όουλιά την κάναμε εμείς οι δυο μας.

    Большой русско-греческий словарь > вдвоем

  • 11 сам...

    (παλ. κ. απλ.)• μαζί με τακτικά αριθμητικά δείχνει: α) πόσες φορές περισσότερο σπάρθηκε από πριν: сам...-друг δυό φορές• сам...-третей τρεις φορές• сам...-четвёрт τέσερις φορές• сам...-пят πέντε φορές• сам...-шест έξι φορές• сам...-сём εφτά φορές• сам...-осьмой οχτώ φορές• сам...-девят εννιά φορές• сам...-десят δέκα φορές. β) τόσοι, όσοι δείχνει το αριθμητικό, συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος: сам...-друг οι δυό μας• сам...-третей οι τρεις μας κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > сам...

  • 12 вдевятером

    επίρ.
    οι εννιά μαζί, οι εννιά μας•

    вдевятером мы капали οι εννιά μαζί σκάβαμε.

    Большой русско-греческий словарь > вдевятером

  • 13 вдвоем

    вдвоем
    нареч οἱ δύο μαζί, οἱ δύο, οἱ δυό μας (σας, τους).

    Русско-новогреческий словарь > вдвоем

  • 14 о

    о I
    (об, обо) предлог Α. с вин. п.
    1. (для обозначения соприкосновения) είς, μέ:
    опираться о край стола ἀκουμπῶ στήν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ· биться головой о стену χτυπώ τό κεφάλι μου στον τοίχο·
    2. (при повторении существительного означает «рядом-»):
    рука о́б руку χέρι μέ χέρι· бороться бок ὁ бок ἀγωνίζομαι μαζί, ἀγωνίζομαι πλαΐ πλάι· В. с предл. ἡ. ί. (относительно) γιά, περί:
    говорить о чем-л. (ό)μιλῶ γιά κάτι· она не думает о нас (αυτή) δέν μᾶς σκέπτεται· лекция о греческой литературе διάλεξη γιά τήν ἐλληνική λογοτεχνία·
    2. (в смысле «имеющий») уст. μέ:
    о двух головах μέ δυό κεφάλια, δικέφαλος· стол о трех но́жках τραπέζι μέ τρία πόδια· ◊ об эту пору αὐτόν τόν καιρό.
    о II
    межд
    1. (при обращении и при восклицательных словах) &\:
    о, позор I & τί ντροπή!, ῶ τί ρεζιλίκι!·
    2. (для выражения удивления, восхищения) ῶ!:
    о, как хорошо́! ὦ, τί καλά!·
    3. (для выражения неприятных чувств) ῶχ!

    Русско-новогреческий словарь > о

  • 15 втроём

    επίρ.
    οι τρεις μαζί•

    мы втроём гуляли οι τρεις μας κάναμε περίπατο.

    Большой русско-греческий словарь > втроём

  • 16 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 17 принести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•

    принести дров φέρω καυσόξυλα.

    || μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•

    она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.

    || φέρω•

    принести счастье φέρω ευτυχία•

    принести страдания φέρω βάσανα.

    || παρασύρω•

    ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.

    2. (για ζώα)• γεννώ•

    кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.

    || δίνω, παράγω, καρποφορώ•

    деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.

    3. αποδίδω•
    4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•

    клятву ορκίζομαι•

    принести в дар δωρίζω•

    принести жалобу παραπονούμαι•

    принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.

    έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•

    ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > принести

  • 18 увезти

    увезу, увезшь, παρλθ. χρ. увёз, увезла
    -ло, μτχ. παρλθ. χρ. увзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увезнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο)•

    -ли детей на дачу μετέφεραν τα παιδιά στην έπαυλη•

    вещи -ли на вокзал τα πράγματα τα μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό.

    || φεύγοντας παίρνω μαζί μου•

    он увз овой чемодан αυτός φεύγοντας πήρε τη βαλίτσα του.

    2. κλέβω, παίρνω•

    ночью -ли дрова из сарая τη νύχτα μας πήραν τα καυσόξυλα απ την αποθήκη.

    3. απάγω, αρπάζω και φεύγω•

    парис увз красавицу елену ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη.

    Большой русско-греческий словарь > увезти

См. также в других словарях:

  • μαζί — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 536 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, Ν της Κωπαΐδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιάρτου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ …   Dictionary of Greek

  • Γκουτούζο, Ρενάτο — (Renato Guttuso, Μπαγκερία, Παλέρμο 1912 – Ρώμη 1987). Ιταλός ζωγράφος. Θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπος της ιταλικής ρεαλιστικής ζωγραφικής. Με βάση κάποιες επιρροές που δέχτηκε από τους Γάλλους ρομαντικούς και τον Πάμπλο Πικάσο, ο Γ. παρουσίασε με …   Dictionary of Greek

  • έμφυτων ιδεών, θεωρία των- — Φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη έμφυτων ιδεών και αρχών στην ψυχή ή στην ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή ιδεών που ενυπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του και, συνεπώς, δεν είναι προϊόντα ούτε της λογικής ούτε της εμπειρίας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ — I Αρχαίο εβραϊκό όνομα που, στην κυριολεξία, σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Το όνομα αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, γνωστό και ως βιβλίο του Εμμανουήλ, και υπήρξε αντικείμενο έντονων συζητήσεων μεταξύ των θεολόγων και των μελετητών των… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • καταδέχομαι — (AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι) νεοελλ. μσν. δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας») μσν. επιτρέπω μσν. αρχ. 1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς… …   Dictionary of Greek

  • άρνηση — η το να αρνείται κανείς, απόκρουση, αποκήρυξη: Η άρνησή του να συνεργαστεί μαζί μας μου έκαμε εντύπωση· (γραμμ.), πρόταση που έχει αρνητικό μόριο ή λέξη με αρνητική έννοια: Κανείς δεν τον πίστευε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποφεύγω — απόφυγα 1. δεν πλησιάζω κάποιον: Τον τελευταίο καιρό με αποφεύγει συστηματικά. 2. ξεφεύγω, γλιτώνω: Είναι θαύμα το πώς αποφύγαμε τη σύγκρουση μ ένα άλλο αυτοκίνητο. 3. αρνιέμαι ή αναβάλλω να κάνω κάτι: Αποφεύγει να συζητήσει μαζί μας τη διαφορά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάβω — βάβω, η και μπάμπω, η (λ. σλαβ.), η γιαγιά, η γριά: Η μπάμπω μου ζει μαζί μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδέχομαι — καταδέχτηκα 1. δέχομαι με ευμένεια, είμαι καταδεχτικός: Δεν καταδέχεται να κάνει παρέα μαζί μας. 2. πέφτω από την αξιοπρέπειά μου, ανέχομαι: Καταδέχεσαι να τα βάζεις με μια γυναίκα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»